Самовпевнено грецькою
Переклад: самовпевнено, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αλαζονικά, αλαζονεία, υπεροπτικά, υπεροψία, αλαζονικό
Інші мови
Споріднені слова: самовпевнено
самовпевнено мовний словник грецька, самовпевнено грецькою
Переклади
- самовладний грецькою - απόλυτος, αυταρχικός, απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά
- самовпевнений грецькою - έντονος, προϋποθέτω, τόλμημα, αυτάρκης, γενναίος, υπόλειμμα, θαρραλέος, ...
- самовпевненість грецькою - έπαρση, εχεμύθεια, αλαζονεία, υπεροψία, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, ...
- самоврядний грецькою - αυτοδιοικούμενο, αυτοδιαχείριση, αυτοδιοικούμενη, αυτεξούσια, αυτοδιοικούμενες
Випадкові слова
Самовпевнено грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αλαζονικά, αλαζονεία, υπεροπτικά, υπεροψία, αλαζονικό
Переклади: αλαζονικά, αλαζονεία, υπεροπτικά, υπεροψία, αλαζονικό