Самовпевненість грецькою
Переклад: самовпевненість, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
έπαρση, εχεμύθεια, αλαζονεία, υπεροψία, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: самовпевненість
самовпевненість значення слова, самовпевненість синоніми, самовпевненість вікіпедія, самовпевненість у поведінці, самовпевненість цитати, самовпевненість мовний словник грецька, самовпевненість грецькою
Переклади
- самовпевнений грецькою - έντονος, προϋποθέτω, τόλμημα, αυτάρκης, γενναίος, υπόλειμμα, θαρραλέος, ...
- самовпевнено грецькою - αλαζονικά, αλαζονεία, υπεροπτικά, υπεροψία, αλαζονικό
- самовпевненість грецькою - έπαρση, εχεμύθεια, αλαζονεία, υπεροψία, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, ...
- самоврядний грецькою - αυτοδιοικούμενο, αυτοδιαχείριση, αυτοδιοικούμενη, αυτεξούσια, αυτοδιοικούμενες
- самоврядування грецькою - αυτονομία, αυτοδιοίκηση, αυτοδιοίκησης, αυτονομίας, αυτοκυβέρνησης, αυτοκυβέρνηση
Випадкові слова
Самовпевненість грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: έπαρση, εχεμύθεια, αλαζονεία, υπεροψία, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Переклади: έπαρση, εχεμύθεια, αλαζονεία, υπεροψία, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των