Самородок грецькою
Переклад: самородок, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γυμνοσάλιαγκας, σφαίρα, όγκος χρυσού, ψήγμα, το ψήγμα, ψήγμα χρυσού, βώλος από άργυρο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: самородок
самородок серебра, самородок акхиума, самородок золота, самородок фильм, самородок белого золота, самородок мовний словник грецька, самородок грецькою
Переклади
- самоправство грецькою - αυθαιρεσία, αυθαιρεσίας, αυθαιρεσίες, την αυθαιρεσία, αυθαιρεσιών
- саморобний грецькою - σπιτικό, σπιτικά, σπιτικές, σπιτική, τα σπιτικά
- саморушний грецькою - αυτοκίνητο, αυτοκίνητος, αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα, αυτοκινητοβιομηχανίας, της αυτοκινητοβιομηχανίας
- самосвідомість грецькою - επίγνωση, αισθήσεις, συνείδηση, συνείδησης, συνειδητότητα, συνείδησή, συνειδητότητας
Випадкові слова
Самородок грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γυμνοσάλιαγκας, σφαίρα, όγκος χρυσού, ψήγμα, το ψήγμα, ψήγμα χρυσού, βώλος από άργυρο
Переклади: γυμνοσάλιαγκας, σφαίρα, όγκος χρυσού, ψήγμα, το ψήγμα, ψήγμα χρυσού, βώλος από άργυρο