Своєрідний грецькою
Переклад: своєрідний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μοναδικός, ιδιόμορφος, παράδοξος, παράξενος, ενικός, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: своєрідний
своєрідний заповіт стуса, своєрідний характер англійського романтизму, своєрідний образ україни як степової еллади, nik своєрідний, своєрідний це, своєрідний мовний словник грецька, своєрідний грецькою
Переклади
- свита грецькою - ακολουθία, σουίτα, σχηματισμός, διαμόρφωση, Ο σχηματισμός, Σύσταση, συγκρότηση
- свобода грецькою - ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, ελεύθερη, την ελευθερία
- своєрідно грецькою - αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, αρχική, είχε αρχικά
- своєчасний грецькою - δικαιοσύνη, καίριος, έγκαιρος, έγκαιρη, έγκαιρης, έγκαιρα, την έγκαιρη
Випадкові слова
Своєрідний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μοναδικός, ιδιόμορφος, παράδοξος, παράξενος, ενικός, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού
Переклади: μοναδικός, ιδιόμορφος, παράδοξος, παράξενος, ενικός, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού