Сепаратор грецькою
Переклад: сепаратор, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
οικιστής, διαχωριστής, διαχωριστή, διαχωριστήρα, διαχωριστικό, διαχωρισμού
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: сепаратор
сепаратор для молока, сепаратор топлива, сепаратор для молока мотор сич, сепаратор львів, сепаратор жира под мойку, сепаратор мовний словник грецька, сепаратор грецькою
Переклади
- сентиментальний грецькою - φιλάσθενος, συναισθηματική, συναισθηματικό, συναισθηματικές, συναισθηματικούς, συναισθηματικής
- сентиментальність грецькою - συναισθηματικότητα, συναισθηματισμό, συναισθηματισμούς, συναισθηματικότητας, συναισθηματισμός
- сервант грецькою - μπουφές, σερβάντα, σκευοθήκη, ντουλάπι, μπουφέ, sideboard, αναπληρωματικές, ...
- сервер грецькою - διακομιστή, διακομιστή Ο, διακομιστής, του διακομιστή, του server
Випадкові слова
Сепаратор грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: οικιστής, διαχωριστής, διαχωριστή, διαχωριστήρα, διαχωριστικό, διαχωρισμού
Переклади: οικιστής, διαχωριστής, διαχωριστή, διαχωριστήρα, διαχωριστικό, διαχωρισμού