Силосування грецькою
Переклад: силосування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φορβή ή χόρτα διατηρούμενα μέσα σε στεγανό λάκκο, ενσίρωση, η εναπόθεση σε σιλό, εναπόθεση σε σιλό, την ενσίρωση
Інші мови
Споріднені слова: силосування
силосування люцерни, силосування реферат, силосування це, силосування картоплі, силосування кукурудзи, силосування мовний словник грецька, силосування грецькою
Переклади
- сили грецькою - βίαιος, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
- силогізм грецькою - συλλογισμός, συλλογισμού, συλλογισμό, ο συλλογισμός, το συλλογισμό
- силою грецькою - ρίχνομαι, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
- силування грецькою - επιβολή, εφαρμογή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς
Випадкові слова
Силосування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φορβή ή χόρτα διατηρούμενα μέσα σε στεγανό λάκκο, ενσίρωση, η εναπόθεση σε σιλό, εναπόθεση σε σιλό, την ενσίρωση
Переклади: φορβή ή χόρτα διατηρούμενα μέσα σε στεγανό λάκκο, ενσίρωση, η εναπόθεση σε σιλό, εναπόθεση σε σιλό, την ενσίρωση