Силування грецькою
Переклад: силування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επιβολή, εφαρμογή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: силування
температура силування, силування мовний словник грецька, силування грецькою
Переклади
- силосування грецькою - φορβή ή χόρτα διατηρούμενα μέσα σε στεγανό λάκκο, ενσίρωση, η εναπόθεση σε σιλό, εναπόθεση σε σιλό, την ενσίρωση
- силою грецькою - ρίχνομαι, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
- силувати грецькою - υπολογίζω, υποχρεώνω, αποφασίζω, επιβάλλω, προσδιορίζω, φέρνω, καθορίζω, ...
- силует грецькою - διαγράφω, σιλουέτα, περίγραμμα, σκιαγραφιών, σκιαγραφία, σκιαγράφημα
Випадкові слова
Силування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επιβολή, εφαρμογή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς
Переклади: επιβολή, εφαρμογή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς