Силувати грецькою

Переклад: силувати, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υπολογίζω, υποχρεώνω, αποφασίζω, επιβάλλω, προσδιορίζω, φέρνω, καθορίζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν
Силувати грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: силувати

силувати мовний словник грецька, силувати грецькою

Переклади

  • силою грецькою - ρίχνομαι, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
  • силування грецькою - επιβολή, εφαρμογή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς
  • силует грецькою - διαγράφω, σιλουέτα, περίγραμμα, σκιαγραφιών, σκιαγραφία, σκιαγράφημα
  • сильний грецькою - δύσκολος, οξύς, ανθεκτικός, ρωμαλέος, σοβαρός, γερός, αυστηρός, ...
Випадкові слова
Силувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υπολογίζω, υποχρεώνω, αποφασίζω, επιβάλλω, προσδιορίζω, φέρνω, καθορίζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνουν, υποχρεώνει, υποχρεώσει, υποχρεώνει τα, υποχρεώσουν