Скасування грецькою
Переклад: скасування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αντιστρέφω, κατάργηση, ακύρωση, κατάλυση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
Інші мови
Споріднені слова: скасування
скасування кріпосного права, скасування утилізаційного збору, скасування кріпацтва, скасування гетьманщини, скасування смертної кари в україні, скасування мовний словник грецька, скасування грецькою
Переклади
- скасовування грецькою - αποφυγή, αντιστρέφω, κατάργηση, κατάργησης, καταργήσεως, την κατάργηση, κατάργησή
- скасовувати грецькою - εξέγερση, αδειάζω, εκκενώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, ...
- скасувати грецькою - μειώνω, κοπάζω, εξέγερση, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, ...
- скат грецькою - βάτος, κλίση, πλαγιά, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
Випадкові слова
Скасування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αντιστρέφω, κατάργηση, ακύρωση, κατάλυση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
Переклади: αντιστρέφω, κατάργηση, ακύρωση, κατάλυση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης