Скомпонувати грецькою

Переклад: скомпонувати, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συνθέτω, αποτελώ, συγκροτώ, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Скомпонувати грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: скомпонувати

скомпонувати мовний словник грецька, скомпонувати грецькою

Переклади

  • сколотини грецькою - βουτυρόγαλα, βουτυρογάλακτος, το βουτυρόγαλα, αποβουτυρωμένο γάλα, βουτυρογάλακτος σε
  • скомпонований грецькою - ατάραχος, αποτελείται, που αποτελείται, απαρτίζεται, συγκείμενο, αποτελούμενη
  • скомпілювати грецькою - συλλέγω, συντάσσω, μεταγλωττίζω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, ...
  • сконструювати грецькою - κατασκευάζω, χτίζω, οικοδομώ, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, ...
Випадкові слова
Скомпонувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συνθέτω, αποτελώ, συγκροτώ, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει