Скомпілювати грецькою
Переклад: скомпілювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συλλέγω, συντάσσω, μεταγλωττίζω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: скомпілювати
скомпілювати мовний словник грецька, скомпілювати грецькою
Переклади
- скомпонований грецькою - ατάραχος, αποτελείται, που αποτελείται, απαρτίζεται, συγκείμενο, αποτελούμενη
- скомпонувати грецькою - συνθέτω, αποτελώ, συγκροτώ, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, ...
- сконструювати грецькою - κατασκευάζω, χτίζω, οικοδομώ, κατασκευή, κατασκευάσουν, κατασκευάσει, την κατασκευή, ...
- сконцентруватися грецькою - συγκεντρώνω, συμπυκνώνω, συγκεντρώνομαι, εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, ...
Випадкові слова
Скомпілювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συλλέγω, συντάσσω, μεταγλωττίζω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση
Переклади: συλλέγω, συντάσσω, μεταγλωττίζω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση