Скорити грецькою
Переклад: скорити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Інші мови
Споріднені слова: скорити
скорити мовний словник грецька, скорити грецькою
Переклади
- скорина грецькою - καύκαλο, κόρα, κρούστα, φλοιό, φλοιού, κρούστας
- скористатись грецькою - καταλαμβάνω, κατάσχω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
- скоро грецькою - σύντομα, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, συντομότερα
- скоро-скоро грецькою - σύντομα, σύντομος, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, αμέσως
Випадкові слова
Скорити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Переклади: κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν