Скороминущий грецькою
Переклад: скороминущий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παροδικός, μεταβατική, μεταβατικό, παροδική, μεταβατικές
Інші мови
Споріднені слова: скороминущий
скороминущий мовний словник грецька, скороминущий грецькою
Переклади
- скоро грецькою - σύντομα, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, συντομότερα
- скоро-скоро грецькою - σύντομα, σύντομος, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, αμέσως
- скоротити грецькою - συμπυκνώνω, υγροποιώ, συνοψίζω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, ...
- скоротіть грецькою - συντομεύω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Випадкові слова
Скороминущий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παροδικός, μεταβατική, μεταβατικό, παροδική, μεταβατικές
Переклади: παροδικός, μεταβατική, μεταβατικό, παροδική, μεταβατικές