Скупої грецькою
Переклад: скупої, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παραδόπιστος, κερδομανής, τσιγκούνης, τσιγκουνευτούμε, τσιγκούνηδες, φιλάργυρη, φειδωλές
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: скупої
скупої мовний словник грецька, скупої грецькою
Переклади
- скупитися грецькою - φθονώ, αμελώ, skimp, τσιγκουνευόμαστε, να αμελώ, αμελώ σχετικά
- скупою грецькою - παραδόπιστος, τσιγκούνης, τσιγκουνευτούμε, τσιγκούνηδες, φιλάργυρη, φειδωλές
- скупчення грецькою - σύναξη, εκκλησίασμα, συγκέντρωση, συναρμολόγηση, συνέλευση, ομήγυρη, συστάδα, ...
- скупчувати грецькою - συναθροίζω, συναρμολογώ, συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
Випадкові слова
Скупої грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παραδόπιστος, κερδομανής, τσιγκούνης, τσιγκουνευτούμε, τσιγκούνηδες, φιλάργυρη, φειδωλές
Переклади: παραδόπιστος, κερδομανής, τσιγκούνης, τσιγκουνευτούμε, τσιγκούνηδες, φιλάργυρη, φειδωλές