Скупчувати грецькою
Переклад: скупчувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συναθροίζω, συναρμολογώ, συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: скупчувати
скупчувати мовний словник грецька, скупчувати грецькою
Переклади
- скупої грецькою - παραδόπιστος, κερδομανής, τσιγκούνης, τσιγκουνευτούμε, τσιγκούνηδες, φιλάργυρη, φειδωλές
- скупчення грецькою - σύναξη, εκκλησίασμα, συγκέντρωση, συναρμολόγηση, συνέλευση, ομήγυρη, συστάδα, ...
- скупій грецькою - αποπνιχτικός, κολλητός, κοντά, κερδομανής, πνιγηρός, tightwad
- скупість грецькою - φιλαργυρία, παραδόπιστος, φιλάργυρος, τσιγκουνιά, οικονομία, φειδώ, φειδωλότητας, ...
Випадкові слова
Скупчувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συναθροίζω, συναρμολογώ, συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος
Переклади: συναθροίζω, συναρμολογώ, συσσωρεύματος, συσσωματώματος, μορφή συσσωματώματος, συσσώρευμα, με μορφή συσσωματώματος