Случай грецькою
Переклад: случай, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γεγονός, περιστατικό, ατύχημα, συμβάν, άθλημα, Η υπόθεση, Η περίπτωση, συμβαίνει, την περίπτωση, περίπτωση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: случай
случай в маршрутке...заходит парень ( немой), случай на мосту через совиный ручей, случай портного, случай в маршрутке...заходит парень, случай на параде, случай мовний словник грецька, случай грецькою
Переклади
- слухняність грецькою - υπακοή, υπακοής, την υπακοή, η υπακοή, της υπακοής
- слуховий грецькою - ακουστικός, ακουστικό, ακουστικές, ακουστική, ακουστικού
- случатися грецькою - αρμόζω, γίνομαι, sluchatysya
- слушний грецькою - τάση, ευμενής, ροπή, ευνοϊκός, δεξιά, δικαίωμα, δικαιώματος, ...
Випадкові слова
Случай грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γεγονός, περιστατικό, ατύχημα, συμβάν, άθλημα, Η υπόθεση, Η περίπτωση, συμβαίνει, την περίπτωση, περίπτωση
Переклади: γεγονός, περιστατικό, ατύχημα, συμβάν, άθλημα, Η υπόθεση, Η περίπτωση, συμβαίνει, την περίπτωση, περίπτωση