Спекулювати грецькою

Переклад: спекулювати, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κερδοσκοπώ, ριψοκινδυνεύω, εικάζω, ρισκάρω, διακυβεύω, διαλογίζομαι, κερδοσκοπούν, εικάζουν, εικασίες, υποθέσουμε, σκέπτονται
Спекулювати грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: спекулювати

спекулювати це, спекулювати мовний словник грецька, спекулювати грецькою

Переклади

  • спектроскопічний грецькою - φασματοσκοπικός, σπεκτροσκοπικά, φασματοσκοπικές, φασματοσκοπικά, φασματοσκοπική
  • спектроскопія грецькою - φασματοσκοπία, φασματοσκοπίας, φασματοσκόπηση, σπεκτροσκοπίας, Η φασματοσκοπία
  • спекулянт грецькою - κερδοσκόπος, κερδοσκόπο, παίκτης χρηματιστηρίου, παίκτη χρηματιστηρίου, κερδοσκόπου
  • спекулятивний грецькою - εικαστικός, κερδοσκοπικός, θεωρητικός, υποθετικός, κερδοσκοπικές, κερδοσκοπικών, κερδοσκοπική
Випадкові слова
Спекулювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κερδοσκοπώ, ριψοκινδυνεύω, εικάζω, ρισκάρω, διακυβεύω, διαλογίζομαι, κερδοσκοπούν, εικάζουν, εικασίες, υποθέσουμε, σκέπτονται