Сповільнювати грецькою
Переклад: сповільнювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επιβραδύνει, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει την
Інші мови
Споріднені слова: сповільнювати
сповільнювати мовний словник грецька, сповільнювати грецькою
Переклади
- сповідати грецькою - ομολογώ, εξομολογώ, διακηρύσσω, εξομολογούμαι, shrive
- сповідник грецькою - εξομολογητής, πνευματικός, εξομόλογος, Ομολογητής, εξομολόγος, εξομολογητή
- сповістити грецькою - γνωστοποιώ, ειδοποιώ, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, να ενημερώσει, ενημερώσει
- сповістіть грецькою - ευαγγελίζομαι, γνωστοποιώ, ειδοποιώ, Πείτε, Πες, πέστε, Ας πούμε, ...
Випадкові слова
Сповільнювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επιβραδύνει, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει την
Переклади: επιβραδύνει, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει την