Спожити грецькою

Переклад: спожити, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
για να φάει, να φάει, να φάνε, να φάτε, να τρώνε
Спожити грецькою
Інші мови

Споріднені слова: спожити

спожити мовний словник грецька, спожити грецькою

Переклади

  • споживач грецькою - εργοδότης, χρήστης, καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
  • споживчий грецькою - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
  • споконвічний грецькою - παντοτινός, αιώνιος, αρχέγονος, πρωταρχικός, πρωτογενής, αρχέγονη, αρχέγονο
  • спокуса грецькою - δόλωμα, εκμαυλισμός, πειρασμός, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός
Випадкові слова
Спожити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: για να φάει, να φάει, να φάνε, να φάτε, να τρώνε