Сполучність грецькою
Переклад: сполучність, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συμβατότητα, συμβατότητας, συμβιβάσιμο, τη συμβατότητα, συμβατό
Інші мови
Споріднені слова: сполучність
сполучність мовний словник грецька, сполучність грецькою
Переклади
- сполучний грецькою - συμβατός, συνδετικός, σύνδεση, τη σύνδεση, συνδέει, που συνδέει
- сполучник грецькою - σχέση, συνασπισμός, ομοσπονδία, συνδυασμός, σύνδεση, σύζευξη, συνδυασμό, ...
- сполучіться грецькою - κλίνω, ενώνω, συγχωνεύω, spoluchitsya
- спомин грецькою - αναδρομή, μνήμη, μνήμης, τη μνήμη, της μνήμης, μνήμη του
Випадкові слова
Сполучність грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συμβατότητα, συμβατότητας, συμβιβάσιμο, τη συμβατότητα, συμβατό
Переклади: συμβατότητα, συμβατότητας, συμβιβάσιμο, τη συμβατότητα, συμβατό