Спонукуваний грецькою
Переклад: спонукуваний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μετακομίζω, σαλεύω, κίνηση, κινώ, οδηγείται, με γνώμονα, γνώμονα, οδηγούνται, κινείται
Інші мови
Споріднені слова: спонукуваний
спонукуваний мовний словник грецька, спонукуваний грецькою
Переклади
- спонукання грецькою - ορμέμφυτος, κίνητρο, κίνητρα, κινήτρων, τα κίνητρα, το κίνητρο
- спонукати грецькою - παρόρμηση, υποβοηθώ, παρακινώ, παροτρύνω, έγκαιρη, άμεση, προτροπή, ...
- спонукувати грецькою - προτρέπω, διεγείρω, παρακινώ, ταραχή, ανάδευσης, αναδεύσεως, ανακατεύετε, ...
- спопеляти грецькою - τσιτσιρίζω, τσιγαρίζω, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος
Випадкові слова
Спонукуваний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μετακομίζω, σαλεύω, κίνηση, κινώ, οδηγείται, με γνώμονα, γνώμονα, οδηγούνται, κινείται
Переклади: μετακομίζω, σαλεύω, κίνηση, κινώ, οδηγείται, με γνώμονα, γνώμονα, οδηγούνται, κινείται