Спор грецькою
Переклад: спор, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λογομαχία, επιχείρημα, διαφωνία, διαμάχη, γέρνω, σπόρια, σπορίων, σπόροι, σπόρων, τα σπόρια
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: спор
спортліга, спор цитаты, спор на балу воланда, спор это, спор юа, спор мовний словник грецька, спор грецькою
Переклади
- спонукувати грецькою - προτρέπω, διεγείρω, παρακινώ, ταραχή, ανάδευσης, αναδεύσεως, ανακατεύετε, ...
- спопеляти грецькою - τσιτσιρίζω, τσιγαρίζω, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος
- спора грецькою - σπόριο, σπορίων, σπόρων, σπορίου, των σπορίων
- спорадичний грецькою - σποραδικός, σποραδικές, σποραδική, σποραδικά, σποραδικής
Випадкові слова
Спор грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λογομαχία, επιχείρημα, διαφωνία, διαμάχη, γέρνω, σπόρια, σπορίων, σπόροι, σπόρων, τα σπόρια
Переклади: λογομαχία, επιχείρημα, διαφωνία, διαμάχη, γέρνω, σπόρια, σπορίων, σπόροι, σπόρων, τα σπόρια