Спосіб грецькою
Переклад: спосіб, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σχηματίζω, μανεκέν, τεχνική, πλάθω, διαμορφώνω, μοντέλο, μακέτα, μόδα, σέβομαι, σεβασμός, τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, δρόμο, τρόπος για
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: спосіб
спосіб розмноження бактерій, спосіб виробництва, спосіб моментів, спосіб це, спосіб живлення бактерій, спосіб мовний словник грецька, спосіб грецькою
Переклади
- спостерігач грецькою - παρατηρητής, παρατηρητή, παρατηρητών, του παρατηρητή
- спостерігається грецькою - παρατηρούμενη, παρατηρούμενων, παρατηρούμενες, παρατηρηθείσα, παρατηρούμενο
- спотворення грецькою - παραμόρφωση, παραμόρφωσης, παραμόρφωση η, παραμόρφωση του, παραμορφώσεις
- спотворювати грецькою - παλεύω, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
Випадкові слова
Спосіб грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σχηματίζω, μανεκέν, τεχνική, πλάθω, διαμορφώνω, μοντέλο, μακέτα, μόδα, σέβομαι, σεβασμός, τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, δρόμο, τρόπος για
Переклади: σχηματίζω, μανεκέν, τεχνική, πλάθω, διαμορφώνω, μοντέλο, μακέτα, μόδα, σέβομαι, σεβασμός, τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, δρόμο, τρόπος για