Справитися грецькою
Переклад: справитися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αντεπεξέρχομαι, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: справитися
справитися словник, справитися мовний словник грецька, справитися грецькою
Переклади
- справжній грецькою - αληθής, έντιμος, αυθεντικός, απτός, τίμιος, γνήσιος, πραγματικός, ...
- справжність грецькою - γνησιότητα, αυθεντικότητα, γνησιότητας, αυθεντικότητας, την αυθεντικότητα
- справляння грецькою - κύρωση, πρόστιμο, ποινή, διαχείριση, χορήγηση, διοίκηση, χορήγησης, ...
- справлятися грецькою - ανατρέχω, συμβουλεύομαι, διαιτητής, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, ...
Випадкові слова
Справитися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αντεπεξέρχομαι, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Переклади: αντεπεξέρχομαι, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν