Справлятися грецькою
Переклад: справлятися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ανατρέχω, συμβουλεύομαι, διαιτητής, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Інші мови
Споріднені слова: справлятися
справлятися словник, справлятися синоніми, справлятися синонім, справлятися мовний словник грецька, справлятися грецькою
Переклади
- справитися грецькою - αντεπεξέρχομαι, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
- справляння грецькою - κύρωση, πρόστιμο, ποινή, διαχείριση, χορήγηση, διοίκηση, χορήγησης, ...
- справу грецькою - δοσοληψία, υπόθεση, διεκπεραίωση, συναλλαγή, μαδώ, νταραβέρι, δεσμός, ...
- спрага грецькою - δίψα, τη δίψα, δίψας, η δίψα, την δίψα
Випадкові слова
Справлятися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ανατρέχω, συμβουλεύομαι, διαιτητής, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Переклади: ανατρέχω, συμβουλεύομαι, διαιτητής, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν