Сприйнятливий грецькою
Переклад: сприйнятливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
άπληστος, κτητικός, επιδεικτικός, ευπαθής, εύθικτος, δεκτικός, δεκτικοί, δεκτικό, δεκτική, επιδεκτικά
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: сприйнятливий
сприйнятливий синоніми, сприйнятливий організм, сприйнятливий колектив, сприйнятливий мовний словник грецька, сприйнятливий грецькою
Переклади
- спрацювання грецькою - τριβή, φθορά, απόξεση, αμυχή, φορούν, φοράτε, φορέσει, ...
- сприймання грецькою - εντολή, αντίληψη, αντίληψης, την αντίληψη, η αντίληψη, αντίληψή
- сприйнятливість грецькою - ευπάθεια, ταραχή, ευαισθησία, φόβος, σύλληψη, ευαισθησίας, επιδεκτικότητα, ...
- сприйняття грецькою - αντίληψη, αντίληψης, την αντίληψη, η αντίληψη, αντίληψή
Випадкові слова
Сприйнятливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: άπληστος, κτητικός, επιδεικτικός, ευπαθής, εύθικτος, δεκτικός, δεκτικοί, δεκτικό, δεκτική, επιδεκτικά
Переклади: άπληστος, κτητικός, επιδεικτικός, ευπαθής, εύθικτος, δεκτικός, δεκτικοί, δεκτικό, δεκτική, επιδεκτικά