Спричинятися грецькою
Переклад: спричинятися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συνεπάγομαι, να προκληθεί, να προκαλείται, να προκληθούν, να οφείλεται, να προκαλούνται
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: спричинятися
спричинятися до, спричинятися мовний словник грецька, спричинятися грецькою
Переклади
- спричинення грецькою - αιτιότητα, αιτία, αιτιώδη συνάφεια, την αιτιώδη συνάφεια, αιτιώδους συνάφειας
- спричинитися грецькою - συνεπάγομαι, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει
- спричиніть грецькою - συνεπάγομαι, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
- сприяйте грецькою - συνεισφέρω, επισπεύδω, ενθαρρύνω, Ενθάρρυνση, Ενθαρρύνετε, Η ενθάρρυνση, Ενθάρρυνση της
Випадкові слова
Спричинятися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συνεπάγομαι, να προκληθεί, να προκαλείται, να προκληθούν, να οφείλεται, να προκαλούνται
Переклади: συνεπάγομαι, να προκληθεί, να προκαλείται, να προκληθούν, να οφείλεται, να προκαλούνται