Сприяйте грецькою
Переклад: сприяйте, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συνεισφέρω, επισπεύδω, ενθαρρύνω, Ενθάρρυνση, Ενθαρρύνετε, Η ενθάρρυνση, Ενθάρρυνση της
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: сприяйте
сприяйте мовний словник грецька, сприяйте грецькою
Переклади
- спричинятися грецькою - συνεπάγομαι, να προκληθεί, να προκαλείται, να προκληθούν, να οφείλεται, να προκαλούνται
- спричиніть грецькою - συνεπάγομαι, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
- сприяння грецькою - γρήγορος, ωθώ, υπηρεσία, πρακτορείο, υποκινώ, βοήθεια, βοήθειας, ...
- сприяти грецькою - ευνοώ, ρουσφέτι, χάρη, υποβοηθώ, διευκολύνω, βοήθεια, βοηθήσει, ...
Випадкові слова
Сприяйте грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συνεισφέρω, επισπεύδω, ενθαρρύνω, Ενθάρρυνση, Ενθαρρύνετε, Η ενθάρρυνση, Ενθάρρυνση της
Переклади: συνεισφέρω, επισπεύδω, ενθαρρύνω, Ενθάρρυνση, Ενθαρρύνετε, Η ενθάρρυνση, Ενθάρρυνση της