Сприятливий грецькою
Переклад: сприятливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πλεονεκτικός, καλότυχος, ροπή, ευνοϊκός, επίκαιρος, τυχερός, ευμενής, ευοίωνος, τάση, ρόδινος, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: сприятливий
сприятливий час для вагітності, сприятливий інвестиційний клімат, сприятливий соціально-психологічний клімат, сприятливий період для вагітності, сприятливий місяць для весілля, сприятливий мовний словник грецька, сприятливий грецькою
Переклади
- сприяння грецькою - γρήγορος, ωθώ, υπηρεσία, πρακτορείο, υποκινώ, βοήθεια, βοήθειας, ...
- сприяти грецькою - ευνοώ, ρουσφέτι, χάρη, υποβοηθώ, διευκολύνω, βοήθεια, βοηθήσει, ...
- сприятливо грецькою - ευτυχώς, ευνοϊκά, θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
- спроба грецькою - απόπειρα, σκάγια, πασχίζω, δοκιμάζω, πυροβόλησα, προσπάθεια, πυροβολισμός, ...
Випадкові слова
Сприятливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πλεονεκτικός, καλότυχος, ροπή, ευνοϊκός, επίκαιρος, τυχερός, ευμενής, ευοίωνος, τάση, ρόδινος, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών
Переклади: πλεονεκτικός, καλότυχος, ροπή, ευνοϊκός, επίκαιρος, τυχερός, ευμενής, ευοίωνος, τάση, ρόδινος, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών