Сприятливо грецькою
Переклад: сприятливо, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ευτυχώς, ευνοϊκά, θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: сприятливо
синоніми сприятлива, сприятливо мовний словник грецька, сприятливо грецькою
Переклади
- сприяти грецькою - ευνοώ, ρουσφέτι, χάρη, υποβοηθώ, διευκολύνω, βοήθεια, βοηθήσει, ...
- сприятливий грецькою - πλεονεκτικός, καλότυχος, ροπή, ευνοϊκός, επίκαιρος, τυχερός, ευμενής, ...
- спроба грецькою - απόπειρα, σκάγια, πασχίζω, δοκιμάζω, πυροβόλησα, προσπάθεια, πυροβολισμός, ...
- спробний грецькою - δοκιμαστικός, πειραματικός, διερευνητικές, διερευνητική, διερευνητικών, εξερευνητική, διερευνητικής
Випадкові слова
Сприятливо грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ευτυχώς, ευνοϊκά, θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
Переклади: ευτυχώς, ευνοϊκά, θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές