Спромоги грецькою

Переклад: спромоги, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ευκολία, ευχέρεια, ικανότητα, την ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητά
Спромоги грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: спромоги

спромоги мовний словник грецька, спромоги грецькою

Переклади

  • спробний грецькою - δοκιμαστικός, πειραματικός, διερευνητικές, διερευνητική, διερευνητικών, εξερευνητική, διερευνητικής
  • спробувати грецькою - προσπάθεια, προσπαθώ, δοκιμάστε, δοκιμάσετε, προσπαθήσουμε, προσπαθήστε
  • спроможний грецькою - ικανός, έξυπνος, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
  • спроможність грецькою - διανύω, ικανότητα, βρίσκομαι, είμαι, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, ...
Випадкові слова
Спромоги грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ευκολία, ευχέρεια, ικανότητα, την ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητά