Спрямувати грецькою
Переклад: спрямувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σκοπός, βλέψη, κλίνω, απευθύνω, γέρνω, αποβλέπω, διεύθυνση, σκοπεύω, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: спрямувати
спрямувати мовний словник грецька, спрямувати грецькою
Переклади
- спрямовувати грецькою - κλίνω, βλέψη, αποβλέπω, καθοδηγώ, σκοπεύω, γέρνω, σκοπός, ...
- спрямування грецькою - τεντώνομαι, τεζάρω, εκτείνομαι, τεντώνω, κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, ...
- спріється грецькою - spriyetsya
- спуск грецькою - αποστραγγίζω, καταγωγή, κατάβαση, κάθοδος, καταγωγής, καθόδου
Випадкові слова
Спрямувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σκοπός, βλέψη, κλίνω, απευθύνω, γέρνω, αποβλέπω, διεύθυνση, σκοπεύω, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Переклади: σκοπός, βλέψη, κλίνω, απευθύνω, γέρνω, αποβλέπω, διεύθυνση, σκοπεύω, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης