Співробітничайте грецькою
Переклад: співробітничайте, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συνεργάζομαι, Συνεργασία, Συνεργαστείτε, Να συνεργάζεται, Συνεργασία για, Συνεργαστεί
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: співробітничайте
співробітничайте мовний словник грецька, співробітничайте грецькою
Переклади
- співробітник грецькою - συνάδελφος, άντρας, συνεργάτης, τσιράκι, τύπος, υπάλληλος, εργαζομένων, ...
- співробітництво грецькою - συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία
- співробітничати грецькою - συνεισφέρω, συνεργάζονται, συνεργάζεται, συνεργαστούν, να συνεργάζονται, συνεργαστεί
- співрозмовник грецькою - θίασος, εταιρία, ομήγυρη, παρέα, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, ...
Випадкові слова
Співробітничайте грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συνεργάζομαι, Συνεργασία, Συνεργαστείτε, Να συνεργάζεται, Συνεργασία για, Συνεργαστεί
Переклади: συνεργάζομαι, Συνεργασία, Συνεργαστείτε, Να συνεργάζεται, Συνεργασία για, Συνεργαστεί