Співчутливо грецькою
Переклад: співчутливо, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συμπαθητικώς, ευνοϊκά, συμπάθεια, με συμπάθεια, με κατανόηση
Інші мови
Споріднені слова: співчутливо
співчутливо мовний словник грецька, співчутливо грецькою
Переклади
- співчуваючий грецькою - συμπαθών, υποστηρικτής, συμπαθείτε, φιλικά προσκείμενοι, συμπαθών του
- співчутливий грецькою - συμπονετικός, συμπαθητικού, συμπαθητικό, συμπαθητική, συμπάθεια
- співчуття грецькою - οίκτος, συμπόνια, συμπάθεια, συλλυπητήρια, συμπάθειά, τη συμπάθειά, συμπάθειας, ...
- співіснування грецькою - συνύπαρξη, συνύπαρξης, τη συνύπαρξη, της συνύπαρξης, συμβίωση
Випадкові слова
Співчутливо грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συμπαθητικώς, ευνοϊκά, συμπάθεια, με συμπάθεια, με κατανόηση
Переклади: συμπαθητικώς, ευνοϊκά, συμπάθεια, με συμπάθεια, με κατανόηση