Ссати грецькою

Переклад: ссати, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
θηλάζω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
Ссати грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: ссати

ссати мовний словник грецька, ссати грецькою

Переклади

  • ссавець грецькою - κτήνος, ζώο, θηλαστικό, θηλαστικού, θηλαστικών, θηλαστικό που, θηλαστικά
  • ссання грецькою - αναρρόφηση, ρουφώ, γλείφω, άντληση, θηλάζω, πιπίλισμα, αναρρόφησης, ...
  • стабільність грецькою - σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
  • стабілізатор грецькою - σταθεροποιητής, σταθεροποιητή, σταθεροποίησης, σταθεροποιητού, σταθεροποιητικό
Випадкові слова
Ссати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: θηλάζω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το