Стабілізатор грецькою
Переклад: стабілізатор, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σταθεροποιητής, σταθεροποιητή, σταθεροποίησης, σταθεροποιητού, σταθεροποιητικό
Інші мови
Споріднені слова: стабілізатор
стабілізатор консистенції, стабілізатор напруги, стабілізатор напруги 10 квт, стабілізатор напруги купити, стабілізатор напруги це, стабілізатор мовний словник грецька, стабілізатор грецькою
Переклади
- ссати грецькою - θηλάζω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
- стабільність грецькою - σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
- стабілізування грецькою - σταθεροποίηση, σταθεροποίησης, τη σταθεροποίηση, σταθερότητα, η σταθεροποίηση
- стабілізувати грецькою - σταθεροποιώ, σταθεροποίηση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποίηση των, σταθεροποιήσει, τη σταθεροποίηση
Випадкові слова
Стабілізатор грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σταθεροποιητής, σταθεροποιητή, σταθεροποίησης, σταθεροποιητού, σταθεροποιητικό
Переклади: σταθεροποιητής, σταθεροποιητή, σταθεροποίησης, σταθεροποιητού, σταθεροποιητικό