Стабілізувати грецькою
Переклад: стабілізувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σταθεροποιώ, σταθεροποίηση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποίηση των, σταθεροποιήσει, τη σταθεροποίηση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: стабілізувати
стабілізувати тиск, стабілізувати мовний словник грецька, стабілізувати грецькою
Переклади
- стабілізатор грецькою - σταθεροποιητής, σταθεροποιητή, σταθεροποίησης, σταθεροποιητού, σταθεροποιητικό
- стабілізування грецькою - σταθεροποίηση, σταθεροποίησης, τη σταθεροποίηση, σταθερότητα, η σταθεροποίηση
- стабілізуйте грецькою - σταθεροποιώ, σταθεροποίηση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποίηση των, σταθεροποιήσει, τη σταθεροποίηση
- став грецькою - ζυγιάζω, συλλογίζομαι, αναμετρώ, σταθμίζω, έγινε, έγιναν, κατέστη, ...
Випадкові слова
Стабілізувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σταθεροποιώ, σταθεροποίηση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποίηση των, σταθεροποιήσει, τη σταθεροποίηση
Переклади: σταθεροποιώ, σταθεροποίηση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποίηση των, σταθεροποιήσει, τη σταθεροποίηση