Стерпний грецькою
Переклад: стерпний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διαβατός, υποφερτός, ανεκτός, μέτριος, υποφερτή, ανεκτή, υποφερτό
Інші мови
Споріднені слова: стерпний
стерпний ризик, стерпний мовний словник грецька, стерпний грецькою
Переклади
- стерновий грецькою - πηδαλιούχος, πηδαλιούχου, πηδαλιούχο, κυβερνήτη, καπετάνιο
- стерня грецькою - γένια, καλαμιές, καλαμιά, καλαμιάς, κοντά γένια, καλαμιάς με
- стерти грецькою - διαυγής, ελευθερώνω, εναργής, έκδηλος, διαγραφή, διαγράψει, διαγράψετε, ...
- стетоскоп грецькою - στηθοσκόπιο, το στηθοσκόπιο, στηθοσκοπίου, στηθοσκόπιο για
Випадкові слова
Стерпний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διαβατός, υποφερτός, ανεκτός, μέτριος, υποφερτή, ανεκτή, υποφερτό
Переклади: διαβατός, υποφερτός, ανεκτός, μέτριος, υποφερτή, ανεκτή, υποφερτό