Стиснений грецькою
Переклад: стиснений, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
βραχύλογος, συμπυκνωμένος, συμπαγής, περιεκτικός, λακωνικός, σύντομος, λιτός, Συμπιεσμένο, Τα συμπιεσμένα, Συμπιεσμένα, Πεπιεσμένος, Πεπιεσμένα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: стиснений
стиснений природний газ ціна, стиснений файл, метан стиснений, стиснений газ, стиснений мовний словник грецька, стиснений грецькою
Переклади
- стисло грецькою - κοντολογίς, περιεκτικά, σύντομα, προσεχώς, λίγο, αμέσως, συντόμως
- стислість грецькою - συμπύκνωση, συντομία, βραχύτητα, δυσκολία, δυσκολία στην, δύσπνοια
- стиснення грецькою - εξαναγκασμός, τσιμπώ, συστολή, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, ...
- стиснути грецькою - κράμπα, πατικώνω, σύσπαση, συμπιέζω, σφίγγω, σφίξιμο, συμπίεση, ...
Випадкові слова
Стиснений грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: βραχύλογος, συμπυκνωμένος, συμπαγής, περιεκτικός, λακωνικός, σύντομος, λιτός, Συμπιεσμένο, Τα συμπιεσμένα, Συμπιεσμένα, Πεπιεσμένος, Πεπιεσμένα
Переклади: βραχύλογος, συμπυκνωμένος, συμπαγής, περιεκτικός, λακωνικός, σύντομος, λιτός, Συμπιεσμένο, Τα συμπιεσμένα, Συμπιεσμένα, Πεπιεσμένος, Πεπιεσμένα