Стиснути грецькою
Переклад: стиснути, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κράμπα, πατικώνω, σύσπαση, συμπιέζω, σφίγγω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: стиснути
стиснути mp3, стиснути пісню, стиснути фотографію, стиснути відео, стиснути файл, стиснути мовний словник грецька, стиснути грецькою
Переклади
- стиснений грецькою - βραχύλογος, συμπυκνωμένος, συμπαγής, περιεκτικός, λακωνικός, σύντομος, λιτός, ...
- стиснення грецькою - εξαναγκασμός, τσιμπώ, συστολή, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, ...
- стиснутий грецькою - συμπυκνώνω, σοβαρός, άβολος, σύντομος, συμπυκνωμένος, αυστηρός, αναγωγή, ...
- стиснуто грецькою - σύντομα, συμπιεσμένο, συμπιεσμένα, πεπιεσμένο, συμπιεσμένου, συμπιεσμένη
Випадкові слова
Стиснути грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κράμπα, πατικώνω, σύσπαση, συμπιέζω, σφίγγω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Переклади: κράμπα, πατικώνω, σύσπαση, συμπιέζω, σφίγγω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως