Стриманість грецькою
Переклад: стриманість, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λιγομίλητος, εχέμυθος, λιγόλογος, κρυψίνους, εγκράτεια, συγκράτηση, συγκράτησης, συγκρατήσεως, αυτοσυγκράτηση, συγκράτησης για
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: стриманість
стриманість це, стриманість вікіпедія, статева стриманість, дошлюбна стриманість, про стриманість, стриманість мовний словник грецька, стриманість грецькою
Переклади
- стрижки грецькою - χτένισμα, hairstyle, Κούρεμα, χτενίσματα, κόμμωση
- стриманий грецькою - μαζεμένος, εύσχημος, ήπειρος, λιτός, εχέμυθος, φραγμός, ευπρεπής, ...
- стримування грецькою - καταστολή, απόκρυψη, περιορισμός, ανάσχεση, περιορισμού, συγκράτηση, συγκράτησης
- стримувати грецькою - δεσπόζω, κυριαρχώ, φελλός, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, ...
Випадкові слова
Стриманість грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λιγομίλητος, εχέμυθος, λιγόλογος, κρυψίνους, εγκράτεια, συγκράτηση, συγκράτησης, συγκρατήσεως, αυτοσυγκράτηση, συγκράτησης για
Переклади: λιγομίλητος, εχέμυθος, λιγόλογος, κρυψίνους, εγκράτεια, συγκράτηση, συγκράτησης, συγκρατήσεως, αυτοσυγκράτηση, συγκράτησης για