Струс грецькою
Переклад: струс, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τρεμούλιασμα, αναταραχή, σάλος, δόνηση, εγκεφαλική διάσειση, διάσειση, διάσεισης, πάθει διάσειση, τη διάσειση
Інші мови
Споріднені слова: струс
струс та забій головного мозку, струс мозку у собак, струс і забій головного мозку, струс головного мозку, струс мозку у дітей, струс мовний словник грецька, струс грецькою
Переклади
- струнний грецькою - χορωδιακός, έγχορδος, έγχορδα, εγχόρδων, έγχορδο, έγχορδων
- струп грецькою - ψώρα, κρούστα, φουζικλάδιο, κακάδι, εφελκίδα
- стручки грецькою - ποίημα, λοβό, λοβοί, λοβούς, το λοβό, λοβών
- стручок грецькою - κέλυφος, βακαλάος, έλυτρο, pod, λοβό, λοβού, λοβός, ...
Випадкові слова
Струс грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τρεμούλιασμα, αναταραχή, σάλος, δόνηση, εγκεφαλική διάσειση, διάσειση, διάσεισης, πάθει διάσειση, τη διάσειση
Переклади: τρεμούλιασμα, αναταραχή, σάλος, δόνηση, εγκεφαλική διάσειση, διάσειση, διάσεισης, πάθει διάσειση, τη διάσειση