Стрілочник грецькою
Переклад: стрілочник, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κορμοστασιά, κλειδούχος, αλλάζων την τροχιά σιδηροδρόμου, αλλάσων την τροχιάν σιδηροδρόμου, αλλάζων την διεύθυνση σιδηροδρόμου, αλλάσων την διεύθυνση σιδηροδρόμου
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: стрілочник
стрілочник мовний словник грецька, стрілочник грецькою
Переклади
- стрілець грецькою - ρωγμή, χάσμα, σχισμή, shooter, σκοπευτής, σκοπευτή, παίκτης, ...
- стрілка грецькою - παραδίνω, δίνω, βάτραχος, βέλος, χέρι, δείκτης, arrow, ...
- стрільба грецькою - εκπυρσοκρότηση, κυνήγι, γυρίσματα, σκοποβολής, σκοποβολή, γυρισμάτων
- стрілянина грецькою - εκπυρσοκρότηση, πυροβολισμός, κυνήγι, γυρίσματα, σκοποβολής, σκοποβολή, γυρισμάτων
Випадкові слова
Стрілочник грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κορμοστασιά, κλειδούχος, αλλάζων την τροχιά σιδηροδρόμου, αλλάσων την τροχιάν σιδηροδρόμου, αλλάζων την διεύθυνση σιδηροδρόμου, αλλάσων την διεύθυνση σιδηροδρόμου
Переклади: κορμοστασιά, κλειδούχος, αλλάζων την τροχιά σιδηροδρόμου, αλλάσων την τροχιάν σιδηροδρόμου, αλλάζων την διεύθυνση σιδηροδρόμου, αλλάσων την διεύθυνση σιδηροδρόμου