Суб'єкт грецькою
Переклад: суб'єкт, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συμβαλλόμενος, ατομικισμός, παρέα, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
Інші мови
Споріднені слова: суб'єкт
суб'єкт правовідносин, суб'єкт господарської діяльності, суб'єкт підприємницької діяльності, суб'єкт це, суб'єкт міжнародних відносин, суб'єкт мовний словник грецька, суб'єкт грецькою
Переклади
- стіл грецькою - τραπέζι, επιβιβάζομαι, θρανίο, πίνακας, διαιτολόγιο, διατροφή, σανίδα, ...
- стілець грецькою - έδρα, σκαμπό, καρέκλα, σκαμνί, έδρανο, προεδρία, καρεκλάκι, ...
- суб'єкта грецькою - παρέα, συμβαλλόμενος, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
- суб'єктивний грецькою - υποκειμενικός, υποκειμενική, υποκειμενικές, υποκειμενικό, υποκειμενικά
Випадкові слова
Суб'єкт грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συμβαλλόμενος, ατομικισμός, παρέα, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
Переклади: συμβαλλόμενος, ατομικισμός, παρέα, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται