Сурмити грецькою
Переклад: сурмити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
καραμούζα, πλήγμα, χτύπημα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: сурмити
сурмити значення, сурмити мовний словник грецька, сурмити грецькою
Переклади
- сурма грецькою - σάλπιγγα, αντιμόνιο, αντιμονίου, του αντιμονίου, το αντιμόνιο, αντιμονίου που
- сурмач грецькою - σαλπιγκτής, τρομπετίστας, τρομπετίστα, τον τρομπετίστα, trumpeter
- сурогат грецькою - απομίμηση, υποκατάστατο, υποκατάστατα, υποκατάστατων, υποκατάστατου, υποκαθιστά
- суспензія грецькою - ανακοπή, αναστολή, ανάρτηση, εναιώρημα, αναστολής, αιώρημα
Випадкові слова
Сурмити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: καραμούζα, πλήγμα, χτύπημα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
Переклади: καραμούζα, πλήγμα, χτύπημα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση