Суттєвий грецькою
Переклад: суттєвий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ουσιώδης, αξιόλογος, σημαντικός, ουσιαστικός, απαραίτητος, στερεός, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: суттєвий
суттєвий антонім, суттєвий вплив, суттєвий синоніми, суттєвий синонім, суттєвий недолік товару, суттєвий мовний словник грецька, суттєвий грецькою
Переклади
- сутичка грецькою - σύγκρουση, υπόθεση, συναντώ, δεσμός, συνάντηση, αναμαλλιάζω, διαφωνία, ...
- сутність грецькою - καρδιά, αγκάθι, οντότητα, ουσία, φύση, γεγονός, ουσίαν, ...
- суттєвість грецькою - φύση, σημαντικότητας, σημαντικότητα, υλικότητα, ουσιαστικότητας, ουσιαστικής σημασίας
- сутужно грецькою - σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
Випадкові слова
Суттєвий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ουσιώδης, αξιόλογος, σημαντικός, ουσιαστικός, απαραίτητος, στερεός, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη
Переклади: ουσιώδης, αξιόλογος, σημαντικός, ουσιαστικός, απαραίτητος, στερεός, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη