Торжествуючий грецькою
Переклад: торжествуючий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
νικηφόρος, θριαμβευτικός, θριαμβευτική, θριαμβευτικό, θριαμβευτικά, θριαμβευτής
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: торжествуючий
торжествуючий мовний словник грецька, торжествуючий грецькою
Переклади
- торжества грецькою - εορτή, εορτασμός, γιορτή, εορτασμό, εορτασμού, γιορτής
- торжество грецькою - εορτή, εορτασμός, σοβαρότητα, θρίαμβος, θριαμβεύω, γιορτή, εορτασμό, ...
- торкатися грецькою - ανησυχία, αγγίζω, ενδιαφέρον, προβληματισμός, πινελιά, διαφήμιση, αφή, ...
- торкнутий грецькою - επιτηδευμένος, άγγιξε, αγγίξει, επαφή, αγγιχτεί, έθιξε
Випадкові слова
Торжествуючий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: νικηφόρος, θριαμβευτικός, θριαμβευτική, θριαμβευτικό, θριαμβευτικά, θριαμβευτής
Переклади: νικηφόρος, θριαμβευτικός, θριαμβευτική, θριαμβευτικό, θριαμβευτικά, θριαμβευτής