Трепет грецькою
Переклад: трепет, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τρεμούλιασμα, δόνηση, συγκίνηση, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: трепет
трепет по украински, трепет викисловарь, трепет на украинском, трепет листа моэм, трепет синоним, трепет мовний словник грецька, трепет грецькою
Переклади
- тренувати грецькою - πούλμαν, προπονητής, προπονώ, τριβελίζω, άμαξα, άσκηση, σχολείο, ...
- тренуватись грецькою - τρένο, τραίνο, αμαξοστοιχία, σταθμό, αμαξοστοιχίας
- трепетання грецькою - πτερυγίζω, παλλομένος, καρδιοκτύπι, σφύζει, throbbing, έντονου σφιξίματος
- третинний грецькою - τριτογενής, τριτοβάθμια, τριτοβάθμιας, τριτογενή, τριτοταγείς
Випадкові слова
Трепет грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τρεμούλιασμα, δόνηση, συγκίνηση, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση
Переклади: τρεμούλιασμα, δόνηση, συγκίνηση, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση