Тривкий грецькою
Переклад: тривкий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
στάβλος, ακλόνητος, σταθερός, απτόητος, σκληροτράχηλος, σκληρός, δύσκολος, διαρκής, διαρκή, μόνιμη, διαρκούς, διαρκείας
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: тривкий
тривкий і тривалий, тривкий словник, тривкий синоніми, тривкий значення, тривкий це, тривкий мовний словник грецька, тривкий грецькою
Переклади
- тривання грецькою - διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
- тривати грецькою - αντέχω, υπομένω, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
- тривкість грецькою - αξιόπιστος, φερέγγυος, συνεπής, σταθερότητα, εχέγγυος, αντοχή, αντοχής, ...
- тривога грецькою - τρομάζω, ενόχληση, συναγερμός, άγρυπνος, κατατρομάζω, ανησυχία, τρόμος, ...
Випадкові слова
Тривкий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: στάβλος, ακλόνητος, σταθερός, απτόητος, σκληροτράχηλος, σκληρός, δύσκολος, διαρκής, διαρκή, μόνιμη, διαρκούς, διαρκείας
Переклади: στάβλος, ακλόνητος, σταθερός, απτόητος, σκληροτράχηλος, σκληρός, δύσκολος, διαρκής, διαρκή, μόνιμη, διαρκούς, διαρκείας