Труїти грецькою
Переклад: труїти, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επιδρομή, επιτίθεμαι, κόλπος, επίθεση, δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, το δηλητήριο, δηλητηριώδη
Інші мови
Споріднені слова: труїти
отруїти тарганів, труїти словник, труїти мовний словник грецька, труїти грецькою
Переклади
- труться грецькою - τρίβω, χαμόδεντρα, θάμνοι, ρουμάνι, τριβή, τριβής, την τριβή, ...
- трухнути грецькою - σαπίζω, truhnuty
- трюк грецькою - τέχνασμα, κόλπο, τρικ, το τέχνασμα, τέχνασμα για
- трюфель грецькою - τρούφα, ύτανο, τρούφας, τρουφών, τρούφες
Випадкові слова
Труїти грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επιδρομή, επιτίθεμαι, κόλπος, επίθεση, δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, το δηλητήριο, δηλητηριώδη
Переклади: επιδρομή, επιτίθεμαι, κόλπος, επίθεση, δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, το δηλητήριο, δηλητηριώδη